διορύξῃ

διορύξῃ
διορύξηι , διόρυξις
digging through
fem dat sg (epic)
διορύσσω
dig through
aor subj mid 2nd sg
διορύσσω
dig through
aor subj act 3rd sg
διορύσσω
dig through
fut ind mid 2nd sg
διορύ̱ξῃ , διορύσσω
dig through
aor subj mid 2nd sg
διορύ̱ξῃ , διορύσσω
dig through
aor subj act 3rd sg
διορύ̱ξῃ , διορύσσω
dig through
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διόρυξη — η (AM διόρυξις) [διορύσσω] η διασκαφή, το να διανοιγεί με σκάψιμο τάφρος ή υπόγειος διάδρομος …   Dictionary of Greek

  • διόρυξη — η κατασκευή διώρυγας, εκσκαφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιδιόρυξη — η διόρυξη σήραγγας ή υπονόμου για να συναντηθεί με άλλη που έχει αντίθετη διεύθυνση …   Dictionary of Greek

  • διορυγή — και διορυχή, η (Α) [διορύσσω] η διόρυξη …   Dictionary of Greek

  • δορυδρέπανον — δορυδρέπανον, το (Α) 1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό 2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ αυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”